- ψηφολογικός
- -ή, -όν, ΜΑ [ψηφολόγος]ταχυδακτυλουργικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφολογικῶν — ψηφολογικός juggling fem gen pl ψηφολογικός juggling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφολογικόν — ψηφολογικός juggling masc acc sg ψηφολογικός juggling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφολογικοί — ψηφολογικός juggling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφολογική — ψηφολογικός juggling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφολογικήν — ψηφολογικός juggling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)